- τρίβλιον
- τὸ, Αβλ. τρύβλιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρύβλιο — το / τρύβλιον, ΝΜΑ, και τρυβλίο Ν, και τρούβλιον και τρίβλιον Α κούπα, ποτήρι ή πιάτο νεοελλ. ειδικό πορσελάνινο δοχείο για τη λειοτρίβηση φαρμάκων μσν. αρχ. (κυρίως στην ιατρ.) μονάδα μέτρησης ισοδύναμη με το 1/4 τής κοτύλης, περίπου 1/8 τή… … Dictionary of Greek
ԽՆԿԱՂԱՑ — (ի, աց.) NBH 1 0954 Chronological Sequence: Early classical, 13c գ. τρύβλιον catinus, patena θυΐσκη mortariolum (ըստ հյ. որպէս τριβλίον vas conterendi ). Աման յորում լինէր աղալ կամ փշրել եւ լսուլ զխունկս. եւ կամ յորում պահիւր խունկ աղացեալ. վասն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)